ιατρογενής

ιατρογενής
Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της μετάγγισης μολυσμένου αίματος, καθώς ο σχολαστικός έλεγχος δεν εφαρμοζόταν ιδιαίτερα πριν από την εμφάνιση της νόσου. Υπό ευρεία έννοια, ο όρος συμπεριλαμβάνει και κάθε νόσο που προκαλείται λόγω της παραμονής σε νοσοκομειακό περιβάλλον (νοσοκομειακή λοίμωξη).
* * *
-ές
αυτός που προκύπτει από ιατρική ενέργεια, όπως είναι η βλάβη που προκαλείται από μια ιατρική εξέταση ή από την εφαρμογή ενός θεραπευτικού μέσου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμμηνόπαυση — Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12 18 μηνών. Γνωστή και ως… …   Dictionary of Greek

  • Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”