- ιατρογενής
- Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της μετάγγισης μολυσμένου αίματος, καθώς ο σχολαστικός έλεγχος δεν εφαρμοζόταν ιδιαίτερα πριν από την εμφάνιση της νόσου. Υπό ευρεία έννοια, ο όρος συμπεριλαμβάνει και κάθε νόσο που προκαλείται λόγω της παραμονής σε νοσοκομειακό περιβάλλον (νοσοκομειακή λοίμωξη).
* * *-έςαυτός που προκύπτει από ιατρική ενέργεια, όπως είναι η βλάβη που προκαλείται από μια ιατρική εξέταση ή από την εφαρμογή ενός θεραπευτικού μέσου.
Dictionary of Greek. 2013.